Ἐγκληματικὰ λόγια
Εἰπώθηκαν ἢ γράφτηκαν. Κάποιες φορὲς εἰσέβαλαν ἀπὸ πρὶν στὴ σκέψη, ὑπῆρξε προμελέτη· ἄλλες φορὲς γεννήθηκαν σὲ μιὰ στιγμὴ μόνο γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ να ξεχαστοῦν. Λόγια ποὺ εἰπώθηκαν ὡς αὐτοάμυνα ἢ ὡς διαμαρτηρία, ἀντανακλαστικὰ λόγια, εἰρωνικά, σαρκαστικά, λόγια φονικά· πάντα καὶ αὐτοκταστροφικά. Λόγια-παιδιὰ τοῦ ἄκρατου “ἐγὼ” ὄχι ἀκριβῶς μὲ τὴν φροϋδικὴ ἀνάλυση τοῦ ὄρου, ἀλλά ὡς καθαρὴ ψυχοπαθολογία. Μοιάζουν τέτοια λόγια, μὲ τὸ ἑκάστοτε ὄργανο ἑνὸς “κανονικοῦ” ἐγκλήματος, ἐννοῶ ἑνὸς φόνου. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὸ βασικὸ πειστήριο γιὰ μιὰ ἀστυνομικὴ ὑποθεση. Ὁ δολοφόνος τὸ κρύβει, τὸ ἐξαφανίζει, τὸ καταστρέφει, ἀπαλείφει ἴχνη καὶ ἀποτυπώματα. Μὲ τὰ λόγια, τὰ ὄργανα ἑνός ἄλλου εἴδους ἐγκλήματος, τοῦ ἐγκληματος κατὰ τῆς ὄντως ζωής, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γραμμένα λόγια ποὺ μένουν καὶ δὲν εἶναι πάντα “στὸ χέρι” τοῦ χεριοῦ ποὺ τὰ ἔγραψε νὰ τὰ διαγράψει, συμβαίνει κάτι ἀντίστοιχο ἀλλὰ καὶ κάπως διαφορετικό. Μπορεῖ αὐτὸς ποὺ τὰ εἴπε νὰ τὰ ἀνασκευάσει, νὰ τὰ ἀναιρέσει, νὰ τὰ ἀποδυναμώσει. Μπορεῖ νὰ ζητήσει πιὸ εὔκολα ἕνα τυπικὸ καὶ βολικὸ “συγγνώμη” γιὰ ὅσα εἴπε.Ἡ αἴτηση γιὰ συγχώρηση κάποιες φορὲς γίνεται ὑπὸ τὸ καθεστὼς τοῦ φόβου ἢ γιὰ ἀπώτερο συμφέρον· εἶναι προσχηματική. Ὑπάρχει, εὐχομαι συχνά, ἡ μὲ εἰλικρινῆ καὶ ἀνατρεπτικὴ μετάνοια αἴτηση συγχώρησης γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἴπαμε, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν λείπει τὸ φιλότιμο. Συχνώτατα ὄμως -ἡ ἱστορία τὸ ἔχει ἀποδείξει- μὲ τὰ λόγια ποὺ λέμε ἢ ποὺ δὲν λέμε καὶ μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ σώματος, ἀκόμη καὶ μὲ τὶς συσπάσεις τῶν μυῶν τοῦ προσώπου, ἐγκληματοῦμε εἰς βάρος τῶν ἄλλων, κατὰ συρροήν καὶ διαρκῶς. Ἐγκληματοῦμε χωρὶς νὰ ἀφήνουμε χειροπιαστὰ “πειστήρια” καὶ “ὄργανά” μὲ ταυτοποιημένα ἀποτυπώματα, χωρὶς νὰ ἐπιφέρουμε στοὺς πλησίον μας σωματικοὺς τραυματισμοὺς- τουλάχιστον ἄμεσα εὐδιάκριτους- καὶ χωρὶς ἄψυχα πτώματα. Ἐγκληματοῦμε μὲ τὰ λόγια μας, χωρὶς νομικὲς συνέπειες τὶς περισσότερες φορές, ἀλλὰ μὲ τραγικώτερες συνέπειες γιὰ ὅλους ἀπὸ τὸ ποινικὰ κολάσιμο ἔγκλημα. Ζωντανοὶ -νεκροί, στὴ σκιὰ τῆς ἀναλήθειας καὶ τῆς ἀνακρίβειας, προσκολλημένοι στὴν γνωστὴ σὲ ὅλους μας “ἀτμόσφαιρα” μιᾶς σχετικότητας ποὺ ὅλα τὰ ἀφομοιώνει, ἤ- γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικὰ-μιᾶς ἀπευκταίας ἀλλὰ πανταχοῦ παρούσας “δημιουργικης” ἀσάφειας, ἑκόντες- ἄκοντες, θύτες καὶ θύματα, ὅλοι συνένοχοι σὲ ἐγκλήματα ἀναίμακτα, νομίζουμε πὼς εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ χωρὶς “φάκελλο”· θεωρούμαστε ἔντιμοι καὶ εὐυπόληπτοι στὸν “κύκλο” μας. Αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ εἶναι μας, ποὺ κάνει πὼς δὲν καταλαβαίνει, βολεύεται ἄν καὶ ἀσφυκτιᾶ, στὴν ἀφιλόξενη εἰρκτὴ τῆς συνείδησης. Εἶναι ποὺ δὲν πῆρε εἴδηση ἀκόμη ὅτι Χριστὸς ὀ Λόγος, ἀνέστη.
π. Χριστοφόρος Καραβίας