«Τί σε καλέσωμεν, Προφῆτα ; Ἄγγελον, Ἀπόστολον η Μάρτυρα;
Ἄγγελον, ὅτι ὡς ἀσώματος διῆξας , Ἀπόστολον, ὅτι ἐμαθήτευσας τὰ ἔθνη, Μάρτυρα δὲ ὅτι σοῦ ἡ κεφαλὴ ὑπὲρ Χριστοῦ ἐτμήθη. Αὐτὸν ἱκέτευε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εὐλαβεῖς προσκυνητὲς καὶ ἐορταστὲς τῆς ἐτησίου πανηγύρεως τῆς ἐνορίας μας ἀλλὰ καὶ τῆς πόλεώς μας,
Σημεῖο ἀναφορᾶς ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἁπανταχοῦ Κρανιδιῶτες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τῶν γύρω περιοχῶν, ἡ σημερινὴ λαμπρὰ καὶ κατανυκτικὴ ἐόρτιος σύναξη. Σὲ αὐτὴ δεσπόζουν: ἡ θαυμαστὴ ἐφέστιος ἱερὰ Εἰκὼν τοῦ Πολιούχου μας, ἔργο τῶν ἱερατικῶν χειρῶν τοῦ περιφήμου ἁγιογράφου τοῦ 17ου αἰῶνος Ἐμμανουὴλ πρεσβυτέρου τοῦ Τζάνες καὶ ὁ περικαλὴς τοῦτος ναός του, ὅπου κλῆρος καὶ λαός, προεξάρχοντος τοῦ ἐπισκόπου, ἑνώνονται προσευχητικῶς καὶ λατρευτικῶς μὲ τὸν μείζονα ἐν γενητοῖς γυναικῶν, τὸν Τίμιον, Πρόδρομον καὶ Βαπτιστὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, Ἰωάννην, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῆς Ἀποτομῆς τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ Κεφαλῆς. Ας στρέψουμε, λοιπόν, τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Ἅγιό μας καὶ ἂς ὀσφρανθοῦμε «εὐωδίαν πνευματικὴν» ἀπὸ τὴν διδακτικὴ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας.
Τί σε καλέσωμεν, Προφῆτα; Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσουμε,Προφῆτα, διερωτᾶται ὁ ὑμνογράφος Γερμανὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἄγγελον, Ἀπόστολον η Μάρτυρα; Ποιάἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἰδιότητες ὑπερίσχυσε στὸν βίο σου, γιὰ νὰ ὁριοθετήσουμε τὴν προσωπικότητά σου καὶ νὰ σὲ κατατάξουμε στὴν ἀντίστοιχη ἁγιολογικὴ κατηγορία; Βεβαίως ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν δηλώνει τὴν ἀπορία ἀλλὰ τὴν ἔκπληξη καὶ τὸ ἱερὸ δέος τοῦ ἐπιχειροῦντος ἐπαρκῶς νὰ σκιαγραφήσει τὴν μεγαλειώδη μορφὴ τοῦ τιμωμένου. Καὶ ἀπάντᾶ σύντομα ἀλλὰ διεξοδικά.Ἐπαξίως Σέ ὀνομάζομεν Ἄγγελον, διότι ὡς ἄσαρκος ἔζησες, ἂν καὶ εἶχες σῶμα θνητό. Ὄντως ἀσκητικὴ ἡ βιοτὴ τοῦ Βαπτιστοῦ. Σὲ πολλὲς ἁγιογραφίες μάλιστα, εἰκονίζεται μὲ ἀγγελικὰ φτερά. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ τροφὴ του λιτή: ἄκρες ἀπὸ χόρτα καὶ μέλι ἄγριο. Τὸ ἔνδυμά του τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση του φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα, γιὰ νὰ καταπονεῖται τὸ σῶμα, ὑποτασσόμενο στὸ μεγαλειῶδες πνεῦμα του. Μὲ προσευχὴ καὶ προσμονή, μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς ζωῆς, τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐγκαινίαζε πρῶτος αὐτόςἕναν νέο τύπο ἀσκήσεως, παρὰ τὶς συνήθειες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἔγινε ὁ πρῶτος ἀσκητὴς καὶ ὁ πρόδρομος τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγγέλοις ὁμότροπος καὶ ὁμοδίαιτος, καθαρὸς στὸ σῶμα καὶ ὀξὺς στὸ πνεῦμα, ὁ ὑψηπέτης ἀετὸς τῆς ἀρετῆς, ἑτοίμαζε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου καὶ καθιέρωνε μέσα στὴν ἔρημο, σὲ πνευματικὸ ἔδαφος, δύσβατο καὶ ἄνυδρο, τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὴν ἐσωτερικότητα τῆς μετὰ Χριστὸν πνευματικῆς ἐμπειρίας.
Ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ἀπεστάλη στὴ γῆ ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ διακονήσει ἐνεργὰ τὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. Γιὰ νὰ «παρακαλέσει» -δηλαδή νά προσκαλέσει- σὲμετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ καὶ νὰ οἰκοδομήσει πνευματικὰ καὶἠθικὰ τὸν ἀποίμαντο λαὸ τοῦ Θεοῦ. Στὸ πρόσωπό τουἐκπληρώθηκε ἡ Προφητεία τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἠσαΐου:«Παρακαλεῖτε , παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου λέγει ὁ Θεός. Οἱ ἱερεῖς λαλήσατε εἰς τὴν καρδίαν Ἱερουσαλήμ…Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇἐρήμῳ , ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Μέσα ἀπὸ τὴν τραχύτητα καὶ αὐστηρότητα τῆς ἀσκήσεώς του στὴν ἔρημο, ἄνοιξε καὶ λείανε τὴν ὁδὸ ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό. Διόρθωνε τοὺς σκολιοὺς καὶ διεστραμμένους ἀνθρώπους μὲ τὸν πέλεκυ τοῦ κηρύγματός του. Δὲν ὑπῆρχε χρόνος πολύς . Ὁ Κύριος ἦταν ἐγγὺς καὶ ἑτοίμαζε τὴν δημόσια δράση Του.
Γι΄αὐτὸ ὡς ὁ τελευταῖος καὶ συνάμα ὁ μεγαλύτερος Προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης , ἀνέπτυξε ἀποστολικὴ δράση. Τὰ λόγια του ξεδιψοῦσαν ψυχικὰ τὸ πλῆθος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε. Μιλοῦσε στὶς καρδιές τους καὶ ξερίζωνε τοὺς σαπροὺς καρποὺς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου ξέπλεναν τὶς ἐξαγορευμένες ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καὶ ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὸ θερμὸ καὶ ζηλωτικὸ κάλεσμά του: Μετανοεῖτε, ἔφτασε ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας, ταυτίζονται οἱ δύο ἰδιότητες: τοῦ Προφήτου καὶ τοῦ Ἀποστόλου, γιὰ νὰ ὑπερισχύσει αὐτὴ τοῦ Ἀποστόλου, διότι ὄντως ἀνέλαβε ἔργο ἀποστολικό, ἔργο εὐαγγελιστοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὁ Μωσαϊκός Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες,καθοδήγησαν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Προδρόμου. Ἀπὸ τότε ὅμως καὶ στὸ ἑξῆς «ἡ Βασίλεια τοῦ Θεοῦ» εἶναι πλέον ἱστορικὴ πραγματικότητα ποὺ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του, ὁ Ἰωάννης, τὴν μετέδιδε ὡς ζωντανὴ ἐμπειρία. Δὲν προφήτευε ἁπλῶς τὴν ἔλευση τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία, ἀλλὰ εἶχε πλήρη συνείδηση καὶ γνώση ὅτι Αὐτὸς ἦρθε ἤδη στὸν κόσμο καὶ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸν συνάντησε καὶ Τὸν ὁμολόγησε. Ἀξιώθηκε νὰΤὸν βαπτίσει, κάνοντας ὑπακοὴ σὲ Ἐκεῖνον καὶ Τὸν ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ὁ Ἰωάννης εἶχε βαθειά συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του. Γνώριζε ὅτι «Οὐκ ἔστιν ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν». Δὲν ὑπάρχει ἀπόστολος ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀποστέλλει. Γι΄αὐτὸ, ἂν καὶ εἶχε ἀποκτήσει κῦρος ὡς ραββὶ(δηλαδὴ νομοδιδάσκαλος) ἂν καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητὲς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, ποτὲ δὲν ὑπερέβη τὰ ὅρια τῆς ἀποστολῆς του. Εἶπε μάλιστα σὲ κάποιον μαθητὴ του ὅταν ἐκεῖνος τὸν πληροφόρησε πὼς ὅλοι πιὰ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ: «Δὲν εἶμαιἐγὼ ὁ Μεσσίας ὅπως μὲ ἀκούσατε νὰ σᾶς λέω. Εἶμαι ὁ φίλος τοῦ Νυμφίου. Στέκομαι κοντά Του καὶ εἶμαι γεμάτος χαρὰ ἀκούγοντας τὴ φωνή Του. Ἐκείνου τὸ ἔργο πρέπει νὰ μεγαλώνει καὶ τὸ δικό μου νὰ μικραίνει». Καὶ ὁ Κύριος ποὺ δίνει πλούσια τὴ χάρη Τουστοὺς ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ, ἀξίωσε τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστή Του νὰ γευθεῖ τὸ Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔγινε Πνευματοφόρος. Ὑπητέτησε σιωπηλὰ τὸν Ἰησοῦ, Τὸν Ἕνα τῆς Τριάδος, κατὰ τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ τῆς Θεοφανείας στὸν Ἰορδάνη καὶ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἄνωθεν νὰ βεβαιώνειτὴν ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ Υἱοῦ Του.
Φορέας τόσο ὑψηλῶν καὶ μοναδικῶν ἐμπειριῶν ὁ Πρόδρομος, ἐκλήθη νὰ μαρτυρήσει περὶ αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς ποὺ γνώριζε καὶ βίωνε. Σ’ αὐτὸν βρῆκαν τέλεια ἐφαρμογὴ οἱ μετέπειτα προτροπὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν μαθητήτου Τιμόθεο :«Σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει, νῆφε ἐν πᾶσι, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον». Πράγματι, τηρώντας ἁγνὸ τὸν ἑαυτό του καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ θεία Δικαιοσύνη, ἦταν σὲ θέση, ἀφοῦ πρῶταπροσκαλέσει τὸν λαὸ σὲ μετάνοια, νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ ἐπιτιμᾶδημόσια τὶς ἐξόφθαλμες ἁμαρτίες, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὲς τὶς διέπραττε ὁ Βασιλιὰς Ἡρώδης. Ὁ μοιχὸς τυγχάνει τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ ἂν μετανοήσει. Ἡ μοιχεία, ὅμως, ἔπρεπε νὰ στηλιτευτεῖ καὶ νὰ σταματήσει. Δυσφορία ἐπεκράτησε στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη. Ἡ Ἡρωδιάδα πίεσε τὸν παράνομο σύντροφό της νὰ φυλακίσει τὸν Βαπτιστὴ νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ φυλακίσει καὶ τὴ συνείδησή της ποὺ τὴν ἤλεγχε. Καὶ στὴ μοιχεία προσετέθη ἡ προφητοκτονία μέσα στὸ παραλήρημα τῆς διαφθορᾶς τοῦ θορυβώδους συμποσίου τῶν γενεθλίων τοῦἄφρονος Ἡρώδου. Ἡ κεφαλὴ τοῦ Βαπτιστοῦ ἐπὶ πίνακι δὲν σιώπησε. Κανεὶς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ φιμώσει τὴν ἀλήθεια. Μάρτυρας τῆς ἀληθείας ὁ Τίμιος Πρόδρομος, δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ, στέκει ἀγέρωχος μέσα στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ διδάσκει τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων ὅτι, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸνΧριστὸ, προηγεῖται ἡ ὁδὸς τῆς ἄσκησης καὶ τῆς αὐταπάρνησης. Ὁ Χριστὸς μᾶς χαρίζει τὰ πάντα καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του. Περιμένει, ὅμως, τὴν θέληση καὶ τὴν συγκατάθεσή μας. Μὲ τὴν ἐνσυνείδητη ἄσκηση καὶ τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφές, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀπαρνούμαστε τὸν κακὸ ἑαυτό μας. Ἐρημώνει ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη της. Κινεῖται ἀνάλαφρη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπόκτᾷ τὴ θεία Χάρη. Ἡ καρδιακὴ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ἀποδίδουν τοὺς γλυκεῖς καρποὺς τῆς ταπείνωσης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς στοὺς πειρασμούς. Στὴν παροῦσα ἑορτή, ἀδελφοί μου, τιμοῦμε τὸν Ἅγιο μὲ αὐστηρὴ νηστεία,ἀκολουθώντας τὸ ὑψηλὸ παράδειγμά Του, ἐνθυμούμενοι τὴν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας τελευτή Του. Ἀντὶ τοῦ ἀθέσμου καὶ ἀνοσίουσυμποσίου τοῦ Ἡρώδου, ἐμεῖς παραθέτουμε τὴν πνευματικὴαὐτὴ ὑμνολογικὴ καὶ λατρευτικὴ πανδαισία, σὰν ἐλάχιστο δεῖγμα τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐλαβείας μας καὶ καλοῦμε τὸν Ἅγιο νὰ μᾶς χειραγωγήσει, νὰ μᾶς ὁδηγήσει πρὸς τὸν Χριστὸ. Νὰ γίνει Αὐτός, ὁ λύχνος ποὺ θὰ φωτίσει τὰ σκότη τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Ἡ αὐστηρή, ἀσκητικὴ ἀλλά καὶ γαλήνια μορφή Του, ποὺ ἐκπέμπει ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς μαρτυρίας Του, θὰ εἶναι πάντα ἔλεγχος καὶ κρίση γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ καταδυναστεύει τὸν κόσμο. Μᾶς βεβαιώνει, ὅτι θὰ μεσιτεύει πάντοτε ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, βαπτίζοντας μὲ τὸ διαυγὲς ὕδωρ τῆς χάριτός Του, τὸν φιλόχριστο λαὸ ποὺ Τόν τιμᾶ.
«Ἄγγελον , Ἀπόστολον καὶ Μάρτυρα» ἐπαξίως Σέκαλοῦμεν, Προφῆτα Ἰωάννη καὶ πρόδρομε τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας μας. Ὁ ὑπὸ Κυρίου μαρτυρηθεὶς καὶ δι΄Αὐτοῦ μαρτυρήσας ἐκτμηθεὶς τὴν Κεφαλήν, ἔπαρον τὴν χεῖρά Σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον Κορυφὴν τοῦ Δεσπότου καὶ εὐλόγησον τὸν κλῆρον, τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαὸν τῆς πόλεως ταύτης, ἡ ὁποία Σὲ γνωρίζει Πατέρα καὶ Προστάτη της καθὼς καὶ ὅλους τοὺς προστρέχοντας μὲ πίστη στὴν Χάρη Σου. Καὶ ἀξίωσέ μας, διὰ τῶν τιμίων εὐχῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας, νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου Σου, ἐπιλέγοντας καὶ ἀκολουθώντας τὴν εὐθεῖα ὁδὸ «τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν Ζωήν» . ΑΜΗΝ.