ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟΝ

Τίτλος βιβλίου: Χαιρετισμοί εἰς τόν Ἅγιον Εὐγένιον Συγγραφέας καί ©: Ἀρχιμ. Χριστοφόρος Καραβίας
Α ́ ἔκδοση: Ἀθήνα 2022
Ἐπιμέλεια Ἔκδοσης:
Βιβλιοπωλεῖο Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος Χαβρίου 3, 10562 Ἀθήνα, 210.3224819 www.npanagopoulos.gr hi@npanagopoulos.gr

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΓΧΙΑΛΟΥ ΤΟΥ ΙΘΑΚΗΣΙΟΥ
Ὁ Ἱερομάρτυρας Εὐγένιος γεννήθηκε τό 1752 στή βενετοκρατούμενη Ἰθάκη. Εἶχε τήν εὐλογία νά γεννηθεῖ μέσα σέ ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο πνευματικό περιβάλλον ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν ἱερέα Κωνστα- ντῖνο Καραβία–Τσεμπέρη καί τήν πρεσβυτέρα Μαρ- γαρίτα, λαμβάνοντας τό ὄνομα Εὐστάθιος στόν παλαιό Ἱερό Ναό τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου, στό ὕψωμα Κουνουβάτο τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Περαχώρι, ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τόν τόπο τῆς γέννησης τοῦ ἄλλου μαρτυρικοῦ γόνου τοῦ ἴδιου νησιοῦ, Ἁγίου Ραφαήλ τοῦ Ἰθακησίου.

Στό οἰκογενειακό του περιβάλλον ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Στή γενέτειρά του δέχθηκε τήν ἐγκύκλια μόρφωση καί ἀργότερα σπού- δασε στό Μεσολόγγι, στήν Κεφαλληνία καί στήν περιώνυμη «Εὐαγγελική Σχολή» τῆς Σμύρνης. Ἑκεῖ ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Εὐγένιος καί χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος, μᾶλλον ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Σμύρνης καί
μετέπειτα Οἰκουμενικό Πατριάρχη, Γρηγόριο Ε ́. Θά διαπρέψει ὡς Διδάσκαλος τοῦ Γένους στό Αἰτωλικό, στήν Ἀδριανούπολη, στή Φιλιππούπολη, στήν Ἀγχίαλο, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη, κοντάστούςΦαναριῶτες ἩγεμόνεςτῆςΜολδαβίας
καί τῆς Βλαχίας ὡς διδάσκαλος τῶν παιδιῶν τους. Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φιλιππουπόλε- ως τό 1808, ὅμως δέν κατόρθωσε νά μεταβεῖ στήν ἕδρα του ὕστερα ἀπό ραδιουργίες τῶν Τούρκων. Τό 1813 ἐπελέγη ἀπό τόν νέο Πατριάρχη Κύριλλο Στ ́ καί τήν περί αὐτόν Σύνοδο γιά τή Μητρόπολη Ἀγχιάλου (σημερινή Βουλγαρία).

Ὁ Ἱεράρχης Εὐγένιος ξεχώρισε γιά τή σωφρο- σύνη, τη μόρφωση καί γενικά γιά τά Θεοδώρητα χαρίσματά του· κυρίως, γιά τή γενναιότητα καί τήν ἑτοιμότητά του νά θυσιάσει πρόθυμα ὡς Καλός Ποι- μένας καί τή ζωή του ἀκόμα γιά τά πνευματικά του παιδιά. Μιμητής τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μέ νηφά- λια κρίση ἀντιμετώπιζε ὅσα συνέβαιναν στήν ἐπαρ- χία του· ἐργαζόταν γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου· ἔφερνε εἰς πέρας τό καθῆκον του. Δίδασκε συνεχῶς καί συμβούλευε τά πνευματικά του παιδιά. Λειτουρ- γοῦσε ὡς πατέρας ἀληθινός, ἀνύστακτος ἡγέτης «τῶν φιλοχρίστων Ῥωμαίων», Νοιαζόταν γιά κάθε ἔργο εὐποιΐας, δείχνοντας ξεχωριστή μέριμνα γιά τήν ἵδρυση σχολείων «τῶν Φώτων καί τοῦ Εὐαγγε- λίου».  Ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τόν Φεβρουάριο τοῦ 1821 στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμο- νίες, ὁ Εὐγένιος βρισκόταν στήν Ἀγχίαλο. Ἦταν καί ὁ ἴδιος ἀναμεμιγμένος στήν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα, μυημένος ἀπό καιρό στήν Φιλική Ἑταιρεία, ὅπως οἱ πλέον γρηγοροῦσες συνειδήσεις τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Τό ποίμνιό του ἀγωνιοῦσε, προσμέ- νοντας τή βέβαιη τουρκική ἀντίδραση. Ὁ Εὐγένιος, ἄν καί μποροῦσε νά διαφύγει στήν ἀγγλοκρατού- μενη Ἰθάκη ἤ στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, παρέ-

μεινε κοντά στό ποίμνιό του.
Τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου τοῦ 1821 συ-
νελήφθη καί προσήχθη στό Διοικητήριο τῆς πόλης, ὅπου χλευάσθηκε, ἐξυβρίσθηκε καί προπηλακίσθηκε ἀτιμωτικά. Κατόπιν, τέθηκε πάνω σέ ἄλογο χωρίς ἐφίππιο (σέλα), κοιτάζοντας πρός τά πίσω καί μέ τά πόδια δεμένα κάτω ἀπό τήν κοιλιά τοῦ ζώου. Δια- πομπευόμενος ἔτσι καί μέ τή συνοδεία ἐξαγριωμέ νων ἐνόπλων, στάλθηκε ἔτσι διά ξηρᾶς, στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.

Μετά ἀπό πολυήμερο ταξίδι, ἔφτασε στήν Πόλη τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ρίχτηκε ἀμέσως στή φυλακή τοῦ «Μποσταντζήμπαση», τήν πιό ἀ- παίσια φυλακή τῆς Πόλης, τόπο σκληρῶν βασανι- στηρίων, ὅπου συνάντησε νά κρατοῦνται τούς Μη- τροπολίτες Ἐφέσου Διονύσιο, Νικομηδείας Ἀθα- νάσιο, Δέρκων Γρηγόριο, Ἀδριανουπόλεως Δωρό- θεο, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ καί Τυρνόβου Ἰωαννί- κιο μαζί μέ λαϊκούς ἐκ τῶν προκρίτων τοῦ Γένους.
Μέ τά ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια, στά ὁποῖα ὑποβλήθηκαν προκαλοῦνταν συνεχῶς ἀπό τούς Τούρκους δεσμοφύλακες νά ἀπαρνηθοῦν τήν Πί- στη τους στόν Σωτήρα Χριστό καί νά προδώσουν τά τῆς Ἐπαναστάσεως. Τίποτε ὅμως δέν ἔκαμψε τό φρόνημά τους.
 Πρώτιστος ὅλων σέ θάρρος καί καρτερικότητα, ἀναδεικνύεται ὁ ἱερώτατος Εὐγένιος, ὁ ὁποῖος ἀ- πευθύνει καί στούς ὑπόλοιπους φυλακισμένους, λόγους ἐνισχυτικούς μπροστά στό μαρτύριο πού ξανοίγεται μπροστά τους. Στήν ὥρα αὐτή τῆς δοκι- μασίας ἐντείνεται ὅλων ἡ προσευχή. Οἱ ἔγκλειστοι Ἀρχιερεῖς ἐξομολογοῦνται ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί ἑτοιμάζονται νά δεχθοῦν ὡς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου τό Δεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα, λίγο πρίν καί αὐτοί προσφέρουν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη θυσία αἱμα-

τηρή στόν ζῶντα Θεό.
Ὅπως γράφει ὁ ρήτορας τῆς Μεγάλης Ἐκκλη-
σίας, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, «ὁ ἱερός Ἀγχιάλου, ζήλου θείου Πνεύματος πλησθείς, ἀνέκραξεν ἐκ τοῦ μέσου τῶν βασανιστηρίων:
Ὦ δήμιοι, τί στοχάζεσθε; Μικρά δι’ ἡμᾶς εἶναι ταῦτα τά κολαστήρια. Κόψετέ μας τά μέλη, συντρί- ψατέ μας τά ὀστᾶ, καύσατέ μας τάς σάρκας, ἐπινοήσατε πᾶν εἶδος ἀνηκούστου τιμωρίας, ὅλα θέλο- μεν τά ὑποφέρῃ μετά χαρᾶς. Διά μίαν δράκα αἵμα- τος κυκλοφοροῦντος εἰς τάς φλέβας μας, διά μίαν λεπτήν ἀέρος ἀναπνοήν, δέν πωλοῦμεν τήν εὐσέ- βειαν εἰς τήν μανίαν τῆς ἀσεβείας. Ἀρχιερεῖς εἴμεθα τῆς Ἐκκλησίας τῶνΜαρτύρων, ποιμένες λαοῦ, διά τόν ὁποῖον ὡρκίσθημεν καί νά ἀποθάνωμεν, μαθη- ταί τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀπέθανεν σήμερον ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Δέν φοβούμεθα τούς ἀγρίους τοῦ σώμα- τος κολαστάς, ἀλλ’ ἀφορῶμεν πρός τόν δίκαιον τῶν ψυχῶν βραβευτήν. Δέν βλέπομεν τάς γηίνους καί τάς προσκαίρους βασάνους, ἀλλά μετροῦμεν τούς ἐν Οὐρανοῖς ἀμαράντους στεφάνους· δέν φρίττο- μεν τήν στιγμήν τοῦ θανάτου, ἀλλ’ ἀποσκοποῦμεν πρός τῆς μακαρίας ζωῆς τήν αἰωνιότητα. Μάθετε ἐξ ἡμῶν ποίαν δύναμιν ἔχει ἡ Πίστις τῶν Χριστιανῶν. Μάθετε ποῖον τό Ἔθνος, τό ὁποῖον θέλετε νά τρο- μάξητε διά τῶν βασάνων σας· μάθετε ὅτι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουσι νά προτιμῶσι νά ἀποθνήσκουν μυ- ριάκις παρά νά προδώσωσι τούς ἀδελφούς καί τήν πατροπαράδοτον αὐτῶν Πίστιν, ἥτις τούς κάμνει τροπαιούχους τοῦ κόσμου νικητάς, κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης εἰς τά Παλάτια τοῦ Βασιλέως τῶν Οὐρανῶν».

Τήν ἑπομένη, Κυριακή τοῦ Πάσχα, 10 Ἀπριλίου 1821 καί ἀφοῦ προηγηθεῖ ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ «Με- γαλομάρτυρα τοῦ Ἀγώνα» Πατριάρχη, Ἁγίου Γρη- γορίου Ε ́, θά ἔρθει τό μαρτυρικό τέλος τῶν τριῶν ἐκ τῶν Ἱερομαρτύρων: τοῦ Ἀγχιάλου Εὐγενίου, τοῦ Ἐφέσου Διονυσίου καί τοῦ Νικομηδείας Ἀθανασίου. Ὁδηγήθηκαν στήν ἀγχόνη καί οἱ τρεῖς μέ τήν ἀρχι- ερατική τους ἀμφίεση σέ τρία διαφορετικά σημεῖα τῆς Πόλης. Ἀκολούθησαν τρομακτικά ἔκτροπα στούς δρόμους τῆς Πόλης, στή Σμύρνη καί τή Μι- κρασία. Ἕνα ἀσυγκράτητο, ἐξαγριωμένο πλῆθος ὁπλισμένων Τούρκων καί γενιτσάρων ξεχύθηκε, σφά- ζοντας, λεηλατώντας. Ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος μεταφέρθηκε στήν ἀνα- τολική ἀκτή τοῦ Κερατίου Κόλπου. Ἀτρόμητος καί ἀπτόητος, περιβλήθηκε τόν βρόγχο τῆς ἀγχόνης μέ ἡρωϊκή καρτερία. Τόν κρέμασαν στήν Κιγκλιδωτή Πύλη (Παρμάκ-Καπουσού) τοῦ Γαλατᾶ καί μέ τόν τρόπο αὐτό παρέθεσε τό πνεῦμα του «εἰς χεῖρας

Θεοῦ ζῶντος», δίχως νά πάψει νά δοξάζει τόν Θεό. Τό πάντιμο λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο γιά τρεῖς ὁλόκληρες μέρες. Ἔπειτα, τό ἔσυραν ἀτι- μωτικά μέχρι τήν ἀκροθαλασσιά, καί τό ἐκσφενδό- νισαν στή θάλασσα, ὅπως τοῦ Πατριάρχη. Παραμέ-
νει ἄγνωστο ἄν ἐνταφιάσθηκε καί ποῦ.
Ὅπως γράφει ὁ Ἰθακήσιος λόγιος Ἱπποκράτης
Καραβίας, ὁ Εὐγένιος ἀναδείχθηκε «ἐγκαλλώπισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέμνωμα τοῦ Ἑλληνι- κοῦ Γένους, ἀγλάισμα τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος Ἰθάκης». Ὑπῆρξε «ἐν μέν τῇ ζωῇ ὁ σοφός διδάσκα- λος, ὁ ἐνάρετος καί θεοπρεπής Ἱεράρχης, ὁ πιστός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν παραδόσεων
 τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀκραιφνής, ὁ ἁγνός καί ἔνθερμος πατριώτης, ἐν δέ τῷ θανάτῳ ἔλαβεν ἐπαξίως τόν ἔνδοξον τοῦ μαρτυρίου στέφανον».

Καί σύμφωνα μέ τόν ἄλλο Ἰθακήσιο βιογράφο του, Νικόλαο Καραβία – Γρίβα: «Ὁποῖος ἄρα ἔπαι- νος δέν χρεωστεῖται εἰς τόν ἀοίδιμον τοῦτον Ἀρχιε- ρέα, τόν τύπον καί τό παράδειγμα τῆς ἀρετῆς, τόν διδάσκαλον καί μαθητήν τοῦ Εὐαγγελίου, τόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγωνισθέντα καί ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τήν ζωήν του θυσιάσαντα μέ ἄκραν γεν- ναιότητα καί σταθερότητα! Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἄνερ μακάριε! Δέν ἀπέθανες, ὄχι, ἀλλά ζῇς, δοξα- σμένος καί στεφανωμένος μέ τόν ἀμάραντον στέ- φανον τῆς εὐκλείας. Εἶσαι τό ἀντικείμενον τοῦ θαυ- μασμοῦ ὅλων τῶν ζώντων. Εἴθε πολλοί νά μιμη- θῶσι τό παράδειγμά σου, τήν ἀρετήν καί τόν βίον σου, διά νά άποκτήσωσιν ὄχι τήν ψευδῆ, ἀλλά τήν ἀληθῆ ἐκείνην δόξαν, τήν ἀγήρατον καί ἀθάνατον, τῆς ὁποίας ἠξιώθης!»
Δοξάζουμε, λοιπόν, τόν «ἐνδοξαζόμενον ἐν ταῖς μνείαις τῶν Ἁγίων Του» Κύριό μας γιά αὐτή τήν με- γάλη πνευματική δωρεά καί εὐχόμαστε σέ ὅλους, κληρικούς καί λαϊκούς, νά μᾶς ἀξιώσει νά δίνουμε πάντοτε τό «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως» καί, τε- λικά, τήν «καλήν ἀπολογίαν, τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ», ἀναδεικνύοντάς μας κοι- νωνούς τῆς Βασιλείας Του· συμπολίτες τοῦ Ἁγίου

Εὐγενίου καί πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν.
Πηγή : Ἱερά Μητρόπολις Λευκάδος καί Ἰθάκης Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
(Ποίημα ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ε. Καραβία)
Τῆς Ἰθάκης ὁ γόνος, Ἀγχιάλου ἐπίσκοπος καὶ τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων ὁ πατὴρ ὁ φιλό- στοργος. Εὐγένιε ὡς εὗρες ἐν Θεῷ, πολλὴν τὴν παρ- ρησίαν καὶ ἡμᾶς, μαρτυρίου ταῖς ἀκτῖσι καὶ καρτε- ρίας ἐνίσχυσον ψάλλοντας· δόξα τῷ σὲ φωτίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ χαριτώσαντι καὶ ἐν ἐσχάτοις καιροῖς σὲ ἁγιάσαντι.
Εὐγένιε, δέχου τοὺς ἀτέχνους ἡμῶν ὕμνους, καὶ δίδου χάριν τῷ σῷ συνεπωνύμῳ.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ
ΕΥΓΕΝΙΟΝ
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Ἰθάκης, εὐκλεῆ γόνον, ὑμνοῦμέν σε, τὸν ἐν τῷ σκότει τῆς δουλείας διαλάμψαντα, καὶ ἀστράψαντα τὸ φῶς διὰ μαρτυρίου. Ὡς τὴν πί- στιν δι’ ἀγχόνης ἐτελείωσας, δίδου Πάτερ, τὴν εὐ- σέβειαν τοῖς τέκνοις σου, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Ἄγγελος τῆς εἰρήνης καὶ δυνάμεως στῦλος, ἐ- δείχθης, ὦ Εὐγένιε μάκαρ· (ἐκ γ ́)· καὶ τῆς τοῦ Κυρίου φωνῆς, τοῦ καλοῦντός σε εἰς δόξας ὑ πήκουσας, καὶ τὸν σταυρὸν ἀνέλαβες, διὸ σὲ ἐπαινοῦμεν οὕτως·
Χαίροις, Ἰθάκης ὁ εὔπατρις γόνος·
χαίροις, Ἑπτανήσου μέγα κλέος.
Χαίροις, ἱερέως υἱὸς ἀξιώτατος·
χαίροις, ὀρθοδοξίας μαθητὴς ἄριστος.
Χαίροις, ὅτι εὐσθενῶς τὴν ὁδὸν Κυρίου ὥδευσας· χαίροις, ὅτι συμπαθῶς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἔστερξας. Χαίροις, ὅτι πρὸς τὰς γνώσεις εἶχες τὴν ἔφεσιν· χαίροις, ὅτι πρὸς ἀγῶνας εἶχες τὴν πρόθεσιν. Χαίροις, ὁ λαβὼν παιδείαν ἔνθεον·
χαίροις, ὁ τιμῶν σῶν προγόνων κάματον. Χαίροις, ὁ ἐπιμελούμενος ψυχῆς·
χαίροις, ὁ παιδιόθεν ἀγωνιστής.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Βλέψας ὁ τοῦ Κυρίου ταπεινότατος δοῦλος, ἀχλὺν τὴν ἐκ δουλείας τοῦ γένους, εἰς ἄδυτα
αὐτοῦ τῆς ψυχῆς, εἰσελθὼν διὰ νήψεως ἔγνωκε, τὴν τοῦ Κυρίου πρόσκλησιν καὶ πρὸς αὐτὸν πιστῶς ἐβόα·

Ἀλληλούια.
Γ εηρῶν νοημάτων καὶ φθαρτῶν ἡδυσμάτων, τρυ- φὴν μὴ ἐκλεξάμενος, μάκαρ, πρὸς τὴν σοφίαν τῶν Γραφῶν καὶ τὰς τῶν Πατέρων διδαχὰς ἔστρε- ψας, τὸν νοῦν καὶ τὴν διάνοιαν· ὅθεν πρὸς σὲ βοῶ-
μεν ταῦτα·
Χαίροις, βουλὴν Θεοῦ ἐρευνήσας·
χαίροις, μηχανὰς ἐχθροῦ συντρίψας.
Χαίροις, φιλοπόνως ἀσκῶν σὰ χαρίσματα·
χαίροις, θεαρέστως ὑμνῶν τὸν Παράκλητον. Χαίροις, Εὐσταθίου μάρτυρος ὁ τὸ ὄνομα λαβών· χαίροις, Ραφαὴλ ὡς Μάρτυρα ὁμοπάτριον τιμῶν. Χαίροις, τῶν σῶν γονέων πολυφίλητον τέκνον· χαίροις, σῶν διδασκάλων μαθητὴς εὐπαίδευτος. Χαίροις, ὁ φῶς αὐξάνων τῆς γνώσεως·
χαίροις, τὸ φῶς ποθῶν τῆς θεώσεως.

Χαίροις, εἰς βάθος τὸν βίον ἐλέγξας· χαίροις, εἰς ὕψος τὸν νοῦν ἀνατείνας.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Δ έσμιος οὐχ ὑπῆρξας δυτικῶν διδαγμάτων, ἠθῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλοτρίων. Παραδόσεως τῆς πα- τρικῆς, καὶ ὀρθῶν πιστευμάτων ὢν ὑπέρμαχος, καὶ
πᾶσι τούτοις ἐντρυφῶν, Θεῷ ἐκραύγαζες, παμμάκαρ·
Ἀλληλούια.
Ἔχων ἐν τῇ ψυχῇ σου, Ἱεράρχα Κυρίου, τὸν τῆς ἀφιερώσεως πόθον, ἡτοιμάσθης προ- θύμως ζητῶν, διὰ τῆς θύραθεν παιδείας ἐφόδια, ἵνα φωτίσῃς τοὺς συνδούλους σου· διὸ σοὶ προσφω- νοῦμεν ταῦτα·
Χαίροις, Θεόν ἐκ παιδὸς ἀγαπῶν· χαίροις, πατρίδα φιλτάτην ἐρῶν.
Χαίροις, ἐξασκῶν προσευχὴν κατανύξεως·

χαίροις, διακονῶν λατρείαν τοῦ Κτίσαντος. Χαίροις, ἄνθος τῆς νεότητος ὁ τηρῶν ἀειθαλές· χαίροις, κάλλος τὸ τοῦ πνεύματος ὁ φυλάττων ἀσινές. Χαίροις, ὁ ἐργασίας προτιμῶν τὸν ἀγῶνα·
χαίροις, τῆς ἀκρασίας ὁ ἐμφράξας τὸ στόμα. Χαίροις, ἐμπόνως ὁ κτείνας τὰ πάθη·
χαίροις, ἀφθόνως ὁ βλύζων τὴν Χάριν.
Χαίροις, χρηστῶν ἀρετῶν μυστολέκτα·
χαίροις, χρησμῶν τοῦ ἐχθροῦ ἀναιρέτα.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Ζ ῆλον φιλαμαθείας καὶ ἠθῶν εὐκοσμίαν, ὡς εἶχες Ἱεράρχα Κυρίου, πρὸς κέντρα τοῦ διαφωτι- σμοῦ καὶ διδασκάλους σοφωτάτους ἔδραμες, λαβὼν δὲ φῶς τῆς γνώσεως, ἐδόξαζες τὸν Κτίστην ψάλλων·
Ἀλληλούια.

Ἤκουσας τῶν Ἑλλήνων, τιμιώτατε Πάτερ, τὸν θρῆνον καὶ τὴν ἀπελπισίαν, καὶ θαρρή- σας δυνάμει Θεοῦ, καλλιεργήσας δὲ σὴν ψυχήν, ἔσπευσας, τῆς γνώσεως τὰ δῶρα δοῦναι, πᾶσι τοῖς πιστῶς βοῶσι·
Χαίροις, σοφὲ γένους διδάσκαλε·
χαίροις, στερρὲ αὐγῆς προάγγελε.
Χαίροις, τοῦ ἀπέλπιδος βίου ἀναίρεσις·
χαίροις, τοῦ ἀτέρμονος σκότους ἐπίφαυσις. Χαίροις, τεῖχος ἀπροσπέλαστον πανουργεύμασι σατάν· χαίροις, δόρυ τὸ ὀξύτατον κατανύσσων συμφοράν. Χαίροις, ταπεινώσεως τὸ μέγα ὑπόδειγμα·
χαίροις, ἀλλοιώσεως τῆς θείας παράδειγμα. Χαίροις, δι’ οὗ ἐμψυχοῦνται καρδίαι· χαίροις, δι’ οὗ ἐδιδάχθησαν φαῦλοι. Χαίροις, ναῦς σωστική τοῖς ποντουμένοις· χαίροις, θρὰξ καυστικὴ τοῖς πλανωμένοις.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.

Θυρεόν τὴν ἀνδρείαν, μάχαιραν τὴν σοφίαν, καὶ ζώνην τὴν ἁγνότητα ἔχων, ὡς ἄλλος σὺ Ὁ- δυσσεύς, καταλιπὼν Ἰθάκην ἐξάκουστον, ἔφθασας εἰς πλησίους πολιτείας, τῷ Θεῷ εὐγνωμόνως ψάλλων·
Ἀλληλούια.
Ἵ να γνώσεις αὐξήσῃς καὶ τοὺς ἄλλους φωτίσῃς, προέβης εἰς σπουδὰς ἀνωτέρας. Εἰς Μεσολόγ- γιον μεταβὰς καὶ εἰς τὴν Κεφαλλήνων νῆσον ὕστε- ρον, ἔσπευσας τὰς γνώσεις σου πληρῶσαι διὸ ἀνα-
κράζομέν σοι ταῦτα·
Χαίροις, ἁπτοῦ ἐρέβους ἡ λύσις·
χαίροις, δεινοῦ χειμῶνος ἡ δύσις.
Χαίροις, τὴν βιβλίων μελέτην αἰρούμενος·
χαίροις, ἀκηδίας πειρασμόν ἀφιέμενος.
Χαίροις, δαίμονα οἰήσεως ἐκβαλών ἐκ σῆς ψυχῆς· χαίροις, Κύριον πραότατον ἀγαπήσας τὸν Χριστόν. Χαίροις, ὁ εἰς μονήρη ἀρεσκόμενος βίον·
χαίροις, ὁ φιλόυλον μὴ μιμούμενος τρόπον.
Χαίροις, προστρέχων Θεοῦ σκηνώμασι·

χαίροις, προσπίπτων Κυρίου σεβάσμασι. Χαίροις, ὁ προσέχων ταῖς ἀναστροφαῖς σου· χαίροις, ὁ συντρέχων τοῖς συμφοιτηταῖς σου.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Κ τήσας ἐν κόποις πλοῦτον, ἀρεστὸν τῷ Κυρίῳ, εἰς γῆν Μικρᾶς Ἁσίας μετῆλθες. Ἀφιέρωσιν πλήρη ποθῶν, μοναχοῦ τὸ τριβώνιον ἔλαβες, Εὐγέ-
νιος ὀνομασθεὶς καὶ ᾄδων, τῷ Πατρί τῶν Φώτων·
Ἀλληλούια.
Λ άμψας ἐν Σμύρνῃ, πάτερ, ταῖς σοῦ βίου ἀκτῖσι, παρώτρυνας τοὺς κάτω κειμένους, πρὸς ἀγῶ- νας μεγάλους νικῶν, τὴν αὐτῶν κατ’ ἄμφω ἀμάθειαν·
σοὶ τῷ ἐν τῇ Εὐαγγελικῇ σχολῇ διαπρέψαντι βοῶμεν·
Χαίροις, ἀνύψωσις πεπτωκότων· χαίροις, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαίροις, τῆς καλῆς εἰδήσεως ὁ κομιστής·

χαίροις, τῆς ἀφρόνων νήψεως ὁ ἐμπνευστής. Χαίροις, δένδρον πάνυ εὔχυμον μετελθὸν ἀπὸ δυσμῶν· χαίροις, τῶν προγόνων σέμνωμα ἦκον εἰς ἀνατολάς. Χαίροις, ὅτι ὑπάρχεις βάλσαμον ἀσθενέσι·
χαίροις, ὅτι ὑπάρχεις ῥάβδος τοῖς ἀπειθέσι. Χαίροις, ὁ ἔχων ἀκράδαντον πίστιν·
χαίροις, ὁ νέμων ἀγάπην τοῖς πᾶσι.
Χαίροις, ὁ μὴ παρορῶν τὰς ἀνάγκας·
χαίροις, ὁ μὴ συντηρῶν τὰς κακίας.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Μέλλοντός σου χωρῆσαι, εἰς τὴν ἱερωσύνην, σὺν δάκρυσι Χριστὸν παρεκάλεις, ὅπως τα- χέως ἐπιβλέψῃ καὶ τὰ ἐλλείποντά σοι ἀναπληρώσῃ· λαβὼν δὲ διακόνου καὶ πρεσβυτέρου χάριν, ᾄδεις·
Ἀλληλούια.

Νέαν χάριν λαμβάνων, λειτουργεῖς καὶ κηρύτ- τεις, εἰσδύων εἰς τὰ ἄδυτα χαίρων. Γρηγορίου γὰρ ἔχων εὐχήν, τοῦ τῆς Σμύρνης ποιμένος, πανά- ριστε, ἔδραμες τὸ γένος διδάξαι καὶ φωτίσαι· ὅθεν λέγομέν σοι·
Χαίροις, ὁ καθηγητὴς τῶν παίδων·
χαίροις, βακτηρία τῶν γερόντων.
Χαίροις, ὁ ἀναλαβὼν ἱεραποστολήν·
χαίροις, ὁ τὴν τοῦ ἱερέως φέρων στολήν.
Χαίροις, ὁ περιάγων πόλεις καὶ κώμας ὡς ὁ Χριστός· χαίροις, ὁ διατρέφων ἄρτῳ σῶν λόγων γένος ἡμῶν. Χαίροις, Ἀμνοῦ γλυκυτάτου Ποιμὴν θεόσταλτε· χαίροις, λαοῦ ἀπαιδεύτου λιμὴν ὑπήνεμε.
Χαίροις, Κωνσταντινουπόλεως γέρας· χαίροις, Ἀδριανουπόλεως κήρυξ. Χαίροις, δεσμίων ἀλείπτης μέγιστος· χαίροις, πρὸς ἀλλοθρήσκους ὁ πρόμαχος.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.

Ξένος ἐκ τῶν γηίνων ἠγωνίζου γενέσθαι, βρο- τὸς ὢν σαρκοφόρος, τρισμάκαρ, προσευχήν καὶ νηστείαν ποθών, καὶ τὰ κρείττονα ἀναζητῶν ἔσπευ- σας, ἐπάλξεις νέας θεῖναι καὶ βοῆσαι τῷ Δημιουργῷ σου·
Ἀλληλούια.
Ὅλος ὢν πεπνυμένος, Παρακλήτου τῇ χάρει, κατέχων τε καλὴν μαρτυρίαν, ὁμοῦ ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ τὴν ἀρχιερωσύνην ὑπουργεῖς ἅγιε, ποιμαίνων Φιλιππούπολιν ἧς ὁ λαός ἐβόα λέγων·
Χαίροις, πατέρων ἱερώτατε·
χαίροις, ἱεραρχῶν δημόκλητε.
Χαίροις, τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου ἀνόρθωσις· χαίροις, ζυγοῦ τυραννούντων ἡ λύτρωσις.
Χαίροις, φαῦσις ἡλιόμορφε καταυγάζων καὶ πλουτῶν· χαίροις, βάσις θεοστήρικτε τῶν πραγμάτων τῶν καινῶν. Χαίροις, ἄξιον τέκνον Γρηγορίου τοῦ πέμπτου· χαίροις, ἀρχιποιμένων σέμνωμά τε καὶ κλέος.

Χαίροις, φανεὶς ἀξιόπιστος δοῦλος·
χαίροις, τοῦ Ἰησοῦ ὁ γνήσιος φίλος. Χαίροις, τῶν καμνόντων ἡ ἀνάπαυσις· χαίροις, ἀδικουμένων δικαίωσις.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Πᾶσα γλῶσσα γεραίρει, τὸν σὸν ἔνθεον ζῆλον, καὶ πίστεως καλὴν μαρτυρίαν. Εἰ καὶ ἐν καιρῷ δεινῶν συμφορῶν καὶ ἐν δυσχειμέρῳ διαστήματι, ἐποίμανας σὸν ποίμνιον, τὸν Κύριον ἐδόξαζες κραυ- γάζων·
Ἀλληλούια.
Ρεύσαντος οὖν τοῦ χρόνου, νῦν τὸ πλήρωμα ἦλθεν, καιροῦ κατ’ ἐξουσίαν Κυρίου. Καὶ τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν ἡ ἀνάστασις ἤδη ἐξανέτει- λεν, ἥν, πάτερ ἁγιόλεκτε, ἐπόθησας· διὸ σοὶ λέγω·
Χαίροις, υἱὲ τῆς Ἀναστάσεως· χαίροις, ἀφυπνιστὰ συνδούλων σου.
Χαίροις, πίστεως καὶ πατρίδος ἀγλάισμα·
χαίροις, τῶν Ἑλλήνων κληρικῶν ὡράισμα. Χαίροις, πάτερ ὡς κατέστρεψας τῶν ἐχθρῶν κακὰς βουλάς·
χαίροις, ἄνερ ἀξιάγαστε δι’ ὃν καυχᾶται Ἑλλάς. Χαίροις, ὁ πραΰς, ὁ ευθὺς καὶ ὁ σοφώτατος· χαίροις, ὁ ἡδύς, νουνεχὴς καὶ εὐπροσήγορος. Χαίροις, λαμπηδὼν ἡλίου εἰρήνης·
χαίροις, τῆς ἐλευθερίας ἡ κρήνη. Χαίροις, ὁ γένους ὑφαίνων πρόοδον· χαίροις, ὁ αἴσχους μειώσας δύναμιν.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Σύνοδος ἐπισκόπων ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Κυ- ρίλλου, ὡς νομίμως συνῆλθεν, ἐμετέθεσέ σε, θαυμαστέ, εἰς Ἀγχιάλου Μητρόπολιν· χαίρων δὲ ἐ- δέχθης τὴν ἀπόφασιν, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ κράζων·
Ἀλληλούια.

Τὸν τοῦ βίου σου χρόνον, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, παρέθηκας κλεινὲ Ἱεράρχα. Αὐτὸς οὖν ὁ τῶν πάντων Σωτήρ, πρὸς ὁδόν σε τὴν μαρτυρικὴν ὥρισεν, δοξάσας τὰς θυσίας σου ἃς τοῖσδε ἀνυμνοῦ- μεν λόγοις·
Χαίροις, ποιμενάρχα Ἀγχιάλου·
χαίροις, συμπορευτὰ Δωροθέου.
Χαίροις, Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης σύμψυχε·
χαίροις, Διονυσίου Ἐφέσου σύγχρονε.
Χαίροις, Ἀθανασίῳ Νικομηδείας συγκαρτερῶν· χαίροις, τῷ Δέρκων ἐπισκόπῳ Γρηγορίῳ συναθλῶν. Χαίροις, Τυρνόβου Ἰωαννικίῳ ὁμιλῶν·
χαίροις, ὁ τῇ ὁμηγύρει ταύτῃ συμμαρτυρῶν. Χαίροις, ἐν εἰρκτῇ διὰ Θεὸν κλεισθείς·
χαίροις, βασάνων πείρᾳ μὴ πτοηθείς.
Χαίροις, προκληθεὶς οὐκ ἠρνήθης Χριστόν. χαίροις, ὁ τὴν πίστιν σου ὁμολογῶν.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.

Ὕμνοις ποίοις ἀξίοις τῶν σῶν πόνων τιμήσω, τοὺς ἄθλους σου Εὐγένιε μέγα; Τὴν ἐν ἵππῳ συντριβὴν ἐρῶ, χλευασμούς, ἀτιμώσεις καὶ τὰς μά- στιγας, ἃ ἔφερες πανάριστε, εὐχαριστῶν Θεὸν καὶ κράζων·
Ἀλληλούια.
Φαεσφόρος ἡμέρα βασιλὶς καὶ κυρία, ἀνέτειλεν ταλαίφρονι κόσμῳ. Κατ’ αὐτὴν μετ’ ἄλλων πολλῶν, τὴν ἀγχόνην ἐστέφθης, Εὐγένιε, ὡς στέφος τῆς ἀνδρείας σου· πενθῶν καὶ χαίρων οὖν σοὶ κράζω·
Χαίροις, ὁ παρὰ ἀπίστων βασανισθείς·
χαίροις, ὁ παρὰ Σωτῆρος δοξασθείς.
Χαίροις, τοῦ πεσόντος ἀγγέλου κατάλυσις· χαίροις, Πατριάρχου μιμούμενος φρόνημα. Χαίροις, ὅτι οὐχ ὑπέκυψας εἰς μανίαν διωκτῶν· χαίροις, ὡς ἐθαυματούργησας παραμένων κραταιός. Χαίροις, ὅτι σὸν σῶμα ἔγνω πάθος Κυρίου· χαίροις, ὅτι σὸν πνεῦμα ἔγνω φῶς Παραδείσου.
Χαίροις, ὅτι πνιγμῷ ἐσαββάτισας·

χαίροις, ὅτι Χριστὸν οὐκ ἐπρόδωσας. Χαίροις, χελιδὼν θείας ανοίξεως· χαίροις, ἀηδὼν τῆς ἐξεγέρσεως.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Χριστομίμητον βίον Ἱεράρχου, Ὁσίου καὶ Μάρ- τυρος, τῆς ἐλευθερίας μελετῶν, χοϊκῷ τῷ νοΐ, θαυμασμοῦ τε καὶ δέους ὢν ἀνάπλεως, τὸν ἀθλοθέ- την Κύριον δοξάζω καὶ βοῶ ἐν πίστει·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τοὺς ἄθλους, σὲ γεραίρομεν πάντες, Εὐγένιε, Ἰθάκης τὸ θρέμμα, ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας ψυχῇ, ὁ πάντα πᾶσι χορηγῶν Παρά- κλητος, ἐνίσχυσεν, ἐφώτισεν, ἡμᾶς δὲ ἐνέπνευσεν λέγειν·
Χαίροις, κῦδος τῶν Ἐθνομαρτύρων· χαίροις, εἷς τῶν Ἱερομαρτύρων.

Χαίροις, ὁ ἐμψυχῶν τούς συνεπισκόπους σου·
χαίροις, ὁ βλέπων Χριστὸν ἐν τοῖς κόποις σου. Χαίροις, ὅτι πάλαι ἤθλησας νῦν δὲ ἔλαμψας ἡμῖν· χαίροις, τῶν Ἑλλήνων σέμνωμα ὀρφανῶν τε ὁ πατήρ. Χαίροις, Ἰθακησίων φύλαξ καὶ πολιοῦχος·
χαίροις, τῶν ἐπισκόπων πρὸς ἀγῶνας δαδοῦχος. Χαίροις, ὁ φωτίζων σκότος σύγχρονον·
χαίροις, ὁ στηρίζων ἔθνος ὑπόδουλον.
Χαίροις, ἡμῶν ἐν κινδύνοις προστάτα·
χαίροις, ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον πρέσβυ.
Χαίροις, μάκαρ Εὐγένιε.
Ὦ κλεινέ Ἐθνομάρτυς, τῆς Ἰθάκης τὸ τέκνον, Εὐγένιε Χριστοῦ, (ἐκ γ ́) δέχου τήνδε τὴν λόγων ᾠδὴν, καὶ παράσχου ἡμῖν πᾶσι τὴν χάριν σου, καὶ πρὸς Θεὸν κατεύθυνον τὰ τέκνα σου ἵνα βοῶμεν·
Ἀλληλούια.