Εισήγηση πατρός Γεωργίου Κανακάρη με θέμα τάφη ή καύση των νεκρών; Εκφωνήθηκε στην διαδικτυακή σύναξη νέων την Κυριακή 11/4/2021

ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ Ή ΚΑΥΣΗ ΚΑΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ
του πατρός Γεωργίου Σ. Κανακάρη

    Θα ήθελα να ξεκινήσουμε αυτήν μας την Σύναξη λέγοντάς σας για αρχή κάποια ιστορικά στοιχεία για τις δύο αυτές επιλογές, όσον αναφορά τον Ελλαδικό χώρο, ανεξάρτητα του Χριστιανισμού. Η πρώτη φορά που οι Έλληνες αποφασίζουν να ενταφιάσουν τους νεκρούς τους είναι την εποχή του κυκλαδικού πολιτισμού γύρω στο 3000 π.Χ, ενώ η καύση θα εμφανιστεί στην χώρα μας περίπου κοντά στον 11ο αιώνα π.Χ, η οποία προήλθε από την ανατολή και πιθανών τους Χετταίους και διαδόθηκε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία και διατηρήθηκε σε συνδυασμό με την ταφή ανάλογα με την ιστορική περίοδο και την περιοχή. Αυτό κράτησε έως του Χριστιανικούς χρόνους όπου ο ενταφιασμός γίνεται η μόνη πρακτική κήδευσης.

    Τώρα ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην προσέγγιση αυτών των δυο πρακτικών. Τί σήμαινε και από τί αποτελούνταν το κάθε ένα;

    Ας αρχίσουμε με τη γνωστή σε όλους μας ταφή. Η ταφή, από τα αρχαία χρόνια, έχει τελετουργικό το οποίο το μόνο που δείχνει είναι ο σεβασμός ως προς το νεκρό. Ξεκινούσε από την πρόθεση του νεκρού και τον θρήνο του,αυτό που λέμε εμείς οι Χριστιανοί προσκύνημα και μοιρολόι,(γνωρίζουν οι παλαιότεροι), συνέχιζε με την εκφορά και τον ενταφιασμό του δηλαδή την τελετουργική μεταφορά του νεκρού και την ταφή και τελείωνε με το περίδειπνο το οποίο ήταν το δείπνο που έδιναν συγγενείς και φίλοι προς τιμήν του νεκρού.

    Στην αντίπερα όχθη, για αυτούς που ρίχθηκαν στην πυρά, το τελετουργικό περιλάμβανε κορμούς όπου τοποθετούσαν το νεκρό και κατά τη διάρκεια έριχναν στη φωτιά μέλι, αρνιά, βόδια κ.α. Συνήθιζανόμως, όπως συναντάμε σε κάποιες αναφορές, τα καμένα οστά να τοποθετούνται σε πήλινα δοχεία και να θάβονται στο χώμα. Αυτό κατευθύνει την σκέψη μας αμέσως στη ρήση που δεν σχετίζεται με τους αρχαίους Έλληνες αλλά αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στο βιβλίο της Γενέσεως και είναι τα λόγια του Θεού προς τον Αδάμ “Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει” που σημαίνει ότι ο άνθρωπος από χώμα είναι και θα καταλήξει στοχώμα. Ακόμα και εκεί δηλαδή, βλέπουμε την ανάγκη των ανθρώπων να καταλήξουν ακριβώς εκεί από όπου ξεκίνησαν.

   Αφού είδαμε πως αντιμετώπιζαν στην αρχαία Ελλάδα τους νεκρούς θα ήθελα να επισημάνω και μια διαφορετική οπτική της καύσης. Την καύση την συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη σε αυτά τα χωρία της Αγίας Γραφής (Γενέσεως κεφ.38,στοιχ.24. Λευιτικόν κεφ.20,στοιχ.14. Λευιτικόν κεφ.21,στοιχ.9. Ιησούς του Ναυή – κεφ.7,στοιχ. 15. Αμώς – κεφ.2,στοιχ.1. Α’ ΒασιλειώνΚεφ.31,στοιχ.12-13) ως βαριά τιμωρία, ως εκδικητική πράξη και ως λύση έσχατης ανάγκης.Δεν πρέπει πάντως να διαφύγει της προσοχής μας ότι οι περισσότερες των παραπάνω περιπτώσεων αναφέρονται σε καύσεις ζώντων, με εξαίρεση εκείνη στο βιβλίο του Αμώς.

Ιδιαίτερα για εμάς τους Χριστιανούς, αυτή η πράξη χαρακτηρίζεται ως απάνθρωπη, βάρβαρη αλλά και ανοίκεια προς τα Χριστιανικά ιδεώδη. Αυτή ηάποψη καταγράφεται σε πολλά πατερικά κείμενα όπως για παράδειγμα στου Αγίου Νικοδήμου όταν σχολίαζε τον 66ο κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου και μας λέει πως αυτοί οι οποίοι κάνουν λόγο για τυμβωρυχία και για καύση των νεκρών πρέπει να επιτιμώνται ως φονιάδες, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το αποτρόπαιον της πράξης της καύσης.

   Θα ήθελα τώρα σιγά σιγά να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό ως Χριστιανοί ορθόδοξοι και όχι ως απλοί παρατηρητές, θέτοντάς σας τρία ερωτήματα προς σκέψη:

1)Τί είναι είναι για εμάς τελικά κάποιος που έχει αφήσει αυτόν τον κόσμο;

2)Τί είναι αυτό που πιστεύουμε για την μεταθανάτια ζωή;

3)Και τελικά: Πιστεύουμε πραγματικά στην Ανάσταση;
 

 Συνηθίζουμε εμείς οι Χριστιανοί να λέμε ότι ο άνθρωπος «κοιμήθηκε» αντί να πούμε ότι πέθανε το οποίο στα αυτιά μας θα ηχούσε ως το τέλος της ύπαρξής του. Αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύουμε βαθιά μέσα μας στην Ανάσταση! Δηλαδή, όταν έρθει η Δευτέρα Παρουσία, θα αναστηθούμε ή θα ξυπνήσουμε, αν θέλετε, όλοι μας από τους νεκρούς. Άρα για ποιο δίλημμα μιλάμε; Θα διαλέγαμε ποτέ να πάρουμε τον άνθρωπο μας που κοιμάται και να τον κάψουμε; Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνούσαμε πως όχι! Σε αυτό έρχεται να συνηγορήσει και ο Ιερός Χρυσόστομος ο οποίος σημειώνει σχετικά: «επειδή… ήλθεν Χριστός, και υπέρ της ζωής του κόσμου απέθανεν, ουκέτι θάνατος καλείται ο θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμησις» και συνεχίζει: «δια τούτο και αυτός ο τόπος (εννοεί το νεκροταφείο) κοιμητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι, ου τεθνήκασιν, αλλά κοιμώνται και καθεύδουσιν».

   Τα οστά, σύμφωνα πάλι σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, διατηρούν ζωντανή την βιολογική ταυτότητα του νεκρού. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μετά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Προέκταση της πραγματικότητας αυτής, είναι το γεγονός, ότι η ψυχή γνωρίζει τα μέλη της παρά το χωρισμό της από το σώμα, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Τα οστά για εμάς τους πιστούς είναι ιερά και τυγχάνουν σεβασμού και τα θεωρούμε “λείψανα” δηλαδή ότι μας έχει απομείνει.

   Για παράγειγμα, τα λείψανα των Αγίων μας πάντοτε τύχγαναν ιδιαίτερης τιμής και ευλάβειας διότι σε αυτά αναγνωρίζουμε τη χάρη του Θεού, η οποία παραμένει στα σώματα και μετά το θάνατο και τα κάνει να μυροβλύζουν και να ευωδιάζουν, να επιτελούν θαύματα και να αγιάζουν τον τόπο και όσους βρίσκονται σε αυτόν, σύμφωνα με τονΜεγάλο Βασίλειο.

   Θέλω όμως να αναλογιστούμε τί θα είχε συμβεί αν είχαμε κάψει τους αγίους μας;
   Ας δούμε και μία ακόμα οπτική του θέματος. Αυτή των διωκτών των Χριστιανών.  Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις του πολιούχου μας Τιμίου Προδρόμου και του προφήτου Ελισσαίου μετά από μαρτυρία των Ροδίου Ιωάννου και Δοσίθεου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός εξέδωσε διαταγή να βγάλουν τα οστά τους από τις θήκες που βρίσκονταν και μαζί με ακάθαρτα οστά αλόγων να καούν και την σκόνη τους να την ρίξουν στον αέρα για να είναι σίγουρος πως οι Χριστιανοί δεν θα μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν και να τα μαζέψουν,ώστε να μπορούν να αποδόσουν τιμές στους Αγίους. Αυτό καταδεικνύει την αθέλητη ομολογία του Ιουλιανού Αυτοκράτορα για την “δύναμη” των οστών των Αγίων μας.
   Υπάρχει όμως και ένας ακόμα λόγος που οι διώκτες του Χριστιανισμού αποτέφρωναν την σορό του μάρτυρα και συνδέεται με την ανάσταση των νεκρών. Ενδεικτικός ως προς αυτό, είναι ο λόγος του ιστορικού Ευσεβίου Καισαρείας ο οποίος σημειώνει:

  “Τὰ οὖν σώματα τῶν μαρτύρων,… μετέπειτα καέντα καὶ αἰθαλωθέντα ὑπὸ τῶν ἀνόμων κατεσαρώθη εἰς τὸν Ῥοδανὸν ποταμὸν πλησίον παραρρέοντα, ὅπως μηδὲ λείψανον αὐτῶν φαίνηται ἐπὶ τῆς γῆς ἔτι. Καὶ ταῦτα ἔπραττον ὡς δυνάμενοι νικῆσαι τὸν Θεὸν καὶ ἀφελέσθαι αὐτῶν τὴν παλιγγενεσίαν, ἵνα, ὡς ἔλεγον ἐκεῖνοι, «μηδὲ ἐλπίδα σχῶσιν ἀναστάσεως».

   Πίστευαν δηλαδή οι διώκτες, ότι με την καύση απέτρεπαν την ανάσταση! Τέτοιο φόβο είχαν και μόνο στην σκέψη του δώρου που μας έδωσε απλόχερα ο Ιησούς Χριστός! Βέβαια η διδασκαλία της Εκκλησίας μας έρχεται να τους διαψεύσει στο θέμα της αποτροπής της αναστάσεως ξεχωρίζοντας την διφυή φύση του ανθρώπου:σώμα και ψυχή.

   Συμπερασματικά κάποιος θα μπορούσε να διατυπώσει ότι η ανάσταση αποτελεί «αναφαίρετη δωρεά», προίκα του Θεού προς τον άνθρωπο εφόσον ο τελευταίος «αναστάσει τετίμηται». Άρα, συμμετέχουν σε αυτήν και όσοι αποτεφρώθηκαν. Η αντίθετη περίπτωση θα αποτελούσε στοιχείο «κολόβωσης» της αγαπητικής αυτής έκφρασης της θεότητας προς τον άνθρωπο. Γίνεται, πάντως, αντιληπτό ότι ανάσταση σε εκείνους που εκούσια αποτεφρώθηκαν, δεν συνεπάγεται δικαίωση της ενέργειας αυτής.

    Άρα η ερώτηση: «Ε, τότε τί πειράζει να καούμε, αφού και πάλι θα αναστηθούμε»; Καθίσταται περιττή για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω και για τον όχι άδικο ισχυρισμό, ότι με την πράξη της καύσης των νεκρών, εκφράζεται απιστία ή ασέβεια.

    Όλα αυτά, μας φέρνουν στο σημείο να καταλάβουμε γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία τοποθετείται αρνητικά ως προς το ζήτημα της καύσης και οριοθετεί την πίστη της υπέρ του ενταφιασμού, όπου τα σώματα καθεύδουν στον τάφο και αναμένουν την ανάσταση, δίνοντας έτσι και μια εξαιρετική σημασία ,όχι μόνο θεολογική αλλά και ψυχολογική, στη θέα των κεκοιμημένων ,των κοιμητηρίων και του μνήματος.

  Στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, εκεί που η καύση είναι  συνηθέστερη, οι άνθρωποι τρομάζουν στην ιδέα του θανάτου για αυτό και κάθε φορά που κάποιος πεθαίνει, κοιτούν να ωραιοποιήσουν το γεγονός, μετατρέποντας τα κοιμητήρια σε ωραία πάρκα, τα οποία όπως λένε, δεν υπάρχει λόγος να επισκέπτονται συχνά. Ρίχνουν τις στάχτες του κεκοιμημένου προσώπου τους κάπου μακριά με το πρόσχημα πως δεν επαρκεί ο χώρος. Με όλα αυτά θέλουν να εξαφανίσουν άμεσα ότι τους θυμίζει τον θάνατο.

  Στον Ορθόδοξο χώρο όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι συγγενείς και οι φίλοι συγκεντρώνονται γύρω από τον κεκοιμημένο και αγρυπνούν δίπλα του. Για εμάς πλέον δεν είναι μόνο απλά μια ανάμνηση αυτός ο άνθρωπος αλλά συγχωρεμένος- δεδικαιωμένος ακόμα και αν σε αυτή την ζωή είχαμε διαφορές.

   Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.κ. Νικόλαος σημειώνει τα εξής:

  «Κηδεία σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά προέρχεται ἡ λέξη ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι» φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μήν  πονέσει τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μήν πονέσει ἡ ψυχή σου.

    Μέ τήν ταφή ὅμως, ὅταν αὐτή γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νά πάρουν τεράστια ἐλπίδα·  αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καί κάτι περιμένει·  σίγουρα δέν τέλειωσε. Ὅσο τό σῶμα διατηρεῖται καί δέν  τελειώνει, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας καί νά μᾶς ὑποβοηθεῖ στήν ἀνάμνησή της. Ἡ ταφή μπορεῖ νά εἶναι ἀρχή ζωῆς, σπορά.

    Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ’ αὐτούς τούς σπόρους πού ὑπάρχουν μέσα στή  γῆ, στούς κήπους, στά περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μέ ἱερά αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν πνευματικά καί ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τήν πίστη καί ὅλη μας τήν ἐλπίδα στήν αἰωνιότητα καί στήν ἀνάσταση κατεβάζοντας τόν κάθε σπόρο, τό κάθε σῶμα, μέσα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἄν τά καίγαμε τά σποράκια, ὅσο νερό καί νά ρίχναμε ἀπό πάνω ποτέ δέν θά βλάσταινε.

    Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πτώματα τά νεκρά σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τά ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιά τήν κοινωνία μπορεῖ νά εἶναι κάτι τετοιο ἤ νά εἶναι ὀστᾶ. Γιά μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερή λέξη λείψανα· αὐτή περιγράφει τήν οὐσία τους, διότι αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της».

  Τα κοιμητήρια λοιπόν για εμάς είναι ένας τόπος διδασκαλίας και μνήμης, ψυχοθεραπείας αν θέλετε. Μας διδάσκουν κάθε φορά που τα επισκεπτόμαστε τα όρια της ανθρώπινης εδώ ζωής και μας κάνουν να κατανοούμε αυτό που ψέλνουμε στην εξόδιο ακολουθία: «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…»
  Ας μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το πρόσωπο και κάθε μέλος του σώματος θεωρείται ιερό στην Ορθόδοξη Θεολογία και Παράδοση. Το σώμα του ανθρώπου ,το οποίο καθαγιάζεται με το βάπτισμα και τα λοιπά ιερά Μυστήρια,είναι αγιασμένος ναός του Θεού, κατά τον Απόστολο Παύλο. Ἡ ψυχή δέν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.  Ἔχει τέτοια δύναμη καί τόση ζωή πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήση τά ἀποθέματα της σ’ αὐτή τή ζωή·  γι αὐτό καί δέν μπορεῖ παρά νά ζεῖ αἰώνια.
 

  Συνεπώς,κανείς Ορθόδοξος Χριστιανός δεν έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται στο σώμα του με τρόπο που δεν επιδεικνύει σεβασμό,αλλά αντίθετα το φθείρει.

 

  Εύχομαι να έγιναν κατανοητά ότι ειπώθηκε παραπάνω. Ότι δηλαδή, ο κάθε άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέγει και τον τρόπο που ζει αλλά και που θα πεθάνει, αλλά για να μπορεί να λέγεται Ορθόδοξος Χριστιανός οφείλει να ζει και να πεθαίνει σύμφωνα με το δρόμο που μας δίδαξε ο Κύριος μας Ιησούς Χρίστος και οι Άγιοι Πατέρες.
  Γι’ αυτό το λόγο μπαίνουμε σε σκέψεις διαβάζοντας και την εξόδιο Ακολουθία,αναρωτιόμαστε γιατί κάποιοι άνθρωποι φτάνουν σε αυτό το αντιφατικό σημείο να θέλουν να αποτεφρωθούν, αλλά ταυτόχρωνα να ψαλεί η σχετική αυτή Ακολουθία, όπου γίνεται λόγος για «μνήμα», «οστά γεγυμνωμένα,για την εικόνα του Θεού «εν τοις τάφοις κειμένην» τα οποία είναι αντίθετα με την αποτέφρωση.
  Ίσως φταίμε εμείς οι ιερείς που δεν δίνουμε στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι ἡ καύση των νεκρών δέν είναι δογματικό θέμα. Κάθε τί όμως που έχει νά κάνει με τόν άνθρωπο, την ψυχή του και τηνισόρροπη σχέση τους, αναφέρεται στο δόγμα της ενανθρωπήσεως, την αιώνια ζωή καί τηθεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεί να μην υπάρχει δογματική διατύπωση, σίγουρα όμως υπάρχει δογματική αλήθεια. Δόγμα δέν είναι μιαδιατύπωση που δεν μας επιτρέπεται να παραβούμε, αλλά μια αλήθεια που μας είναι απαραίτητη για ναεξαγιασθούμε.Ίσως όμως και να φταίμε και σαν κοινωνία που δεν ενδιαφερόμαστε να μάθουμε το λόγο που κάνουμε διάφορα πράγματα στη ζωή μας αλλά και στο θάνατό μας,ή ίσως έτσι να είναι και η ανικανοποίητη φύση του ανθρώπου, που ότι και να του δώσεις,τελικά αυτό που θα θέλει, θα είναι αυτό που δεν έχει. Μάλλον όλα τα παραπάνω…

 

    Ως συμπέρασμα λοιπόν, καταλήγουμε λέγωντας πως ο σύγχρονος άνθρωπος αφού έχασε την επαφή του με το Θεό, αρχίζει να ξεχνάει το αιώνιο και το μετά από εδώ. Αρνείται να σκεφτεί την ζωή που δεν μπορεί να δει, και να καταλάβει ότι τα δεσμά αυτού του κόσμου σπάνε μόνο κάτω από την πίεση της αιώνιας αλήθειας. Αυτή η αυτοκαταστροφικότητά του έχει ως αποτέλεσμα να καίει τα δάση του, να καίει τις περιουσίες του και τώρα να καίει το σώμα του αφήνοντας πίσω του ένα ρημαγμένο «τίποτα».

   Γι αυτό, αδελφοί μου, ας μην ξεχνάμε αυτά που με αγάπη ο Θεός εδημιούργησε, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Να ξεκινήσουμε να του φερόμαστε και εμείς με την ίδια αγάπη καθόλη την διάρκεια της ζωής μας, όπως και να μεριμνούμε ώστε να είμαστε έτοιμοι για την αιώνια ζωή. Με τις πράξεις μας εδώ, σε τούτο τον κόσμο, να δείχνουμε πως ετοιμαζόμαστε για να υποδεχτούμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό όταν θα έλθει «κρίναι ζώντας και νεκρούς,οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος…»

 

 

 

Πηγές:

1) Δρ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκη «Η καύση των νεκρών εξ επόψεως Ορθοδόξου» ΕΚΔΟΣΕΙΣ“Γρηγόρη”.

2) Διαδίκτυο.